- κολοσυρτός
- κολοσυρτός: noisy rout, of the hunt, Il. 12.147 and Il. 13.472.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κολοσυρτός — κολοσυρτός, ὁ (Α) 1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.) 2. ταραχή, συρφετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολο συρ τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β συνθετικό < σύρω + επίθημα τος. Το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
κολοσυρτός — noisy rabble masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσυρτῷ — κολοσυρτός noisy rabble masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσυρτόν — κολοσυρτός noisy rabble masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοσυρτώ — κολοσυρτῶ, έω (Α) [κολοσυρτός] θορυβώ … Dictionary of Greek
κολοσυρτοῦ — κολοσυρτέω noisy rabble pres imperat mp 2nd sg (attic) κολοσυρτέω noisy rabble imperf ind mp 2nd sg (attic) κολοσυρτός noisy rabble masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)